- Πατροκλῆ'
- Πατροκλῆα , Πατροκλέηςmasc acc sg (epic)Πατροκλῆι , Πατροκλέηςmasc dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ПАТРОКЛ, (I) — •Patrŏcles, Πατροκλη̃ς, друг царя Селевка I и начальник его флота на Каспийском море. Благодаря занимаемой должности он хорошо познакомился с положением земель, принадлежавших Сирии, почему и … Реальный словарь классических древностей
Патрокл — I. • Patrŏcles, Πατροκλη̃ς, друг царя Селевка I и начальник его флота на Каспийском море. Благодаря занимаемой должности он хорошо познакомился с положением земель, принадлежавших Сирии, почему и в состоянии был написать… … Реальный словарь классических древностей
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… … Dictionary of Greek